παραπροϊόν

παραπροϊόν
το
-ϊόντος (χημ.), προϊόν δεύτερης σειράς της χημικής βιομηχανίας, που παράγεται κατά την παραγωγή του κύριου προϊόντος: Τα παραπροϊόντα των χημικών αντιδράσεων δεν είναι πάντοτε άχρηστα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραπροϊόν — το 1. δευτερεύον προϊόν τής χημικής βιομηχανίας που παράγεται ταυτόχρονα με το κύριο προϊόν της και χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη σε άλλη βιομηχανία 2. βλαπτική ουσία που προκύπτει από την επεξεργασία τού κύριου προϊόντος 3. μτφ. (κυρίως για… …   Dictionary of Greek

  • πίτουρα — Παραπροϊόν της αλευροβιομηχανίας. Αποτελείται από το φλοιό των κόκκων των δημητριακών και από υπολείμματα ακοσκίνιστου αλευριού. Ανάλογα με το είδος των δημητριακών που αλέθονται, τα π. είναι από σιτάρι, σίκαλη, κριθάρι, ρύζι, μαυραγάνι κ.ά. Τα π …   Dictionary of Greek

  • βαζελίνη — Μείγμα υδρογονανθράκων με μεγάλο αριθμό ατόμων άνθρακα, κυρίως κεκορεσμένων της παραφινικής και ναφθενικής σειράς, με μικρές ποσότητες υδρογονανθράκων μη κεκορεσμένων της αιθυλενικής και διολεφινικής σειράς. Εμφανίζεται ως ημιστερεά μάζα,… …   Dictionary of Greek

  • γλυκερίνη — Αλειφατική οργανική ένωση, του τύπου CH2OH CHOH CH2OH (επιστημονική ονομασία: 1,2,3 προπανοτριόλη), που ανήκει στην ομάδα των πολυσθενών αλκοολών. Η γ. είναι ευρύτατα διαδεδομένη στη φύση ως συστατικό μόριο, σε όλα τα ζωικά και φυτικά λίπη. Την… …   Dictionary of Greek

  • κουμόλιο — το χημ. κυκλική οργανική ένωση, αρωματικός υδρογονάνθρακας που παρασκευάζεται με αποκαρβοξυλίωση πάνω από άσβεστο τού κουμινικού οξέος, ενώ μπορεί να προκύψει και ως παραπροϊόν τής κατεργασίας τής λιθανθρακόπισσας ή τού αργού πετρελαίου, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • μεσιτυλοξείδιο — το χημ. οργανική ένωση, ακόρεστη κετόνη η οποία παράγεται ως παραπροϊόν κατά την παρασκευή τού μεσιτυλενίου, είναι άχρωμο ελαιώδες υγρό με οσμή μέντας και χρησιμοποιείται ως διαλύτης και ως εντομοαπωθητικό …   Dictionary of Greek

  • νουκλεοσύνθεση — (Αστρον.). Η δημιουργία των διάφορων στοιχείων με πυρηνικές αντιδράσεις. Οι κοσμικές αφθονίες των στοιχείων που έχουν μετρηθεί μπορούν να ερμηνευτούν με βάση τις πυρηνικές τους ιδιότητες και την κατάσταση του περιβάλλοντος (θερμοκρασία, πυκνότητα …   Dictionary of Greek

  • ξυλαέριο — το χημ. αέριο πλούσιο σε μονοξείδιο και διοξείδιο τού άνθρακα, το οποίο παράγεται κατά την ξηρά απόσταξη τών ξύλων, αποτελεί παραπροϊόν τής παρασκευής τών ξυλανθράκων και χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη στους τόπους τής παραγωγής του. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”